- Ἀργιλίου
- Ἀργίλιοςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
σπινέλιοι — Ομάδα ορυκτών που αντιστοιχούν στο γενικό τύπο R’’ O3. R’ Ο: το R’ δείχνει ένα δισθενές μέταλλο (μαγνήσιο, σίδηρο, ψευδάργυρο, μαγγάνιο) και το R’’ ένα τρισθενές (αργίλιο, χρώμιο, σίδηρο). Όλα τα μέλη της ομάδας των σ. κρυσταλλώνονται στο κυβικό… … Dictionary of Greek
αλουμίνα — Φυσικό οξείδιο του αργιλίου (Αl3Ο3). Στον περιστρεφόμενο κλίβανο απανθράκωσης, που λειτουργεί σε θερμοκρασία περίπου 1.200°C, το υδροξείδιο του αργιλίου αφυδατώνεται σε άνυδρη αλουμίνα (φωτ. Montecatini).v * * * η ή οξείδιο τού αλουμινίου, το Χημ … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μπρούντζος — Ομάδα μεταλλικών κραμάτων που περιέχουν χαλκό και κασσίτερο σε ποικίλες αναλογίες, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Όλοι οι μ. είναι εξαιρετικά εύτηκτοι, σκληροί, όχι πολύ ανθεκτικοί και υψηλής τιμής. Χρησιμοποιούνται στην… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
εωσφορίτης — Ορυκτό, το οποίο είναι ισόμορφο με τον χιλδρενίτη. Περιέχει σε μεγάλη ποσότητα ένυδρο φωσφορικό άλας μαγγανίου, σιδήρου και αργιλίου. Μεταβάλλεται σε μικρούς κρυστάλλους ρομβικής συμμετρίας, ενώ το ειδικό του βάρος είναι 3,11 3,145. Έχει λάμψη… … Dictionary of Greek